Με μικρότερο καπέλο οι εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου από τη Ρωσία
Nα συμβιβάσει τα... ασυμβίβαστα φαίνεται ότι επιχείρησε με την τελευταία της απόφαση γύρω από τις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου από τη Ρωσία η Κομισιόν, με το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, να αφήνει τόσο τη βιομηχανία λιπασμάτων της Γηραιάς Ηπείρου όσο και τους εκπροσώπους του αγροτικού κόσμου δυσαρεστημένους.
Τους τελευταίους μάλλον... λίγο περισσότερο, αφού η μείωση από τα 47 ευρώ/τόνος στα 32 ευρώ/τόνος του δασμού με τον οποίο επιβαρύνεται το ρωσικό νιτρικό αμμώνιο που πωλείται στην ΕΕ απέχει παρασάγγας από την πλήρη κατάργηση, την οποία ζητούσαν εδώ και καιρό οι Copa - Cogeca, προκειμένου να συμπιεστεί το κόστος παραγωγής.
Στα κάγκελα, όμως, βρίσκονται και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις λιπασμάτων, οι οποίες θεωρούν ότι ακόμα και αυτή η μείωση κατά 33% δημιουργεί «επικίνδυνο προηγούμενο» και συνιστά «σοβαρό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου», αφού επιτρέπει στους Ρώσους να πωλούν φθηνότερα εφαρμόζοντας, στην ουσία, πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού.
To ιστορικό
Οι ευρωπαϊκοί δασμοί στις εισαγωγές ρωσικού νιτρικού αμμωνίου χρονολογούνται από το 1995 και αποτελούν ένα μέτρο αντιντάμπινγκ: H βασική και διαχρονική κατηγορία εναντίον των ρωσικών επιχειρήσεων είναι ότι πουλάνε στην κοινή αγορά νιτρικό αμμώνιο σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές -για την ακρίβεια, χαμηλότερες από εκείνες που χρεώνουν στο εσωτερικό της χώρας-, εκμεταλλευόμενες το σχεδόν μονοπωλιακό καθεστώς που απολαμβάνει στη ρωσική αγορά φυσικού αερίου η κρατική Gazprom.
Μέχρι πρόσφατα, η Κομισιόν είχε επανεξετάσει τον εν λόγω δασμό τρεις φορές -το 2002, το 2008 και το 2014- δίχως ωστόσο να προχωρήσει σε κάποια ουσιαστική αλλαγή ή, πολύ περισσότερο, στην κατάργησή του. Toν Αύγουστο του 2017 όμως, ύστερα από δύο ξεχωριστά αιτήματα που υπέβαλαν η ρωσική εταιρεία Acron και οκτώ ευρωπαϊκές οργανώσεις αγροτών (από Γαλλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Μεγ. Βρετανία και Φινλανδία), η Επιτροπή αποφάσισε να ξεκινήσει δύο νέες παράλληλες έρευνες πάνω στο θέμα.
Η πρώτη κατέληγε διαπιστώνοντας ότι η κατάσταση στην αγορά φυσικού αερίου της Ρωσίας (σ.σ. μονοπώλιο της Gazprom) παραμένει αμετάβλητη και, επομένως, δεν συντρέχει λόγος αλλαγής του υφιστάμενου καθεστώτος των δασμών.
Η δεύτερη, ωστόσο, που δημοσιεύθηκε λίγες μέρες μετά και εστίαζε στο κατά πόσο υφίσταται παρατεταμένη και δομική ζημία για την ευρωπαϊκή βιομηχανία λιπασμάτων, συμπέραινε ότι, αν και ο δασμός δεν πρέπει να καταργηθεί εντελώς (σ.σ. όπως ζητούσαν οι οκτώ οργανώσεις αγροτών), το ύψος του θα πρέπει να αναθεωρηθεί και, πιο συγκεκριμένα, να μειωθεί κατά 15 ευρώ/τόνος.
Το μονοπώλιο της Gazprom αιτία του κακού
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Fertilisers Europe κάνει λόγο για μια απόφαση που δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο και υποστηρίζει ότι είναι παράδοξο από τη μια πλευρά η Επιτροπή να αναγνωρίζει ότι συνεχίζουν να υφίστανται στρεβλώσεις στη ρωσική αγορά φυσικού αερίου και, από την άλλη, να μη διαπιστώνει «διαρθρωτική ζημία» στην ευρωπαϊκή βιομηχανία λιπασμάτων. Ο σύνδεσμος σημειώνει ότι ο ρωσικός ανταγωνισμός εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια σοβαρή απειλή για τις επιχειρήσεις του κλάδου, δεδομένου ότι το 2017 η Ρωσία εξήγαγε πάνω από 3,5 εκατ. τόνους νιτρικού αμμωνίου, τη στιγμή που το σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς για το εν λόγω συστατικό κινείται μεταξύ 6,4 και 7,5 εκατ. τόνων ετησίως.
Σε επιστολή που είχαν στείλει τον Μάρτιο στην Επιτροπή οι Copa - Cogeca σημείωναν ότι οι δασμοί στις ρωσικές εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου αυξάνουν δυσανάλογα το κόστος των καλλιεργειών, φέρνοντας τους Ευρωπαίους αγρότες σε μειονεκτική θέση. Προς επίρρωση αυτού, αναφέρουν ότι οι τιμές των λιπασμάτων στην ΕΕ είναι υψηλότερες από εκείνες σε άλλες περιοχές του κόσμου, τη στιγμή που, για παράδειγμα, ο ευρωπαϊκός κλάδος των σιτηρών -όπου το 45% του κόστους αφορά στην λίπανση- έχει χάσει σημαντικά μερίδια αγοράς, υποχωρώντας από τη δεύτερη στην πέμπτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης των εξαγωγέων.
Πηγή:ypaithros